αιρετος

αιρετος
    αἱρετός
    3
    [adj. verb. к αἱρέω См. αιρεω]
    1) могущий быть взятым или завоеванным
    

κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱ., δόλῳ δὲ αἱ. Her. — могущий быть взятым не силой, а хитростью

    2) постижимый, понятный
    

(νοητὸς καὴ φιλοσοφίᾳ αἱ. Plat.)

    3) избираемый или избранный, выборный
    

(βασιλεῖς, δικασταί Plat.; ἀρχή Isocr., Arst.; ἄνδρες Plut.)

    οἱ αἱρετοί Xen. — делегаты, посланцы

    4) заслуживающий выбора, предпочтительный, желательный
    

(τινι Her.)

    ζοῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος Men. — смерть предпочтительнее порочной жизни


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιρετος" в других словарях:

  • αἱρετός — that may be taken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… …   Dictionary of Greek

  • αιρετός — ή, ό αυτός που παίρνει κάποιο αξίωμα με εκλογή και όχι με διορισμό ή κληρονομικό δικαίωμα: Οι δήμαρχοι είναι άρχοντες αιρετοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἱρετώτερον — αἱρετός that may be taken adverbial comp αἱρετός that may be taken masc acc comp sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετωτέραις — αἱρετός that may be taken fem dat comp pl αἱρετωτέρᾱͅς , αἱρετός that may be taken fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετωτέρων — αἱρετός that may be taken fem gen comp pl αἱρετός that may be taken masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετόν — αἱρετός that may be taken masc acc sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετώτατον — αἱρετός that may be taken masc acc superl sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετοῖς — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετοῖσιν — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετοί — αἱρετός that may be taken masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»